Το 81% του κόσμου ζει πλέον σε πόλεις και κωμοπόλεις

Η αλλαγή αυτή δεν είναι απλώς αριθμητική, σηματοδοτεί βαθιές επιπτώσεις στην υγεία, το περιβάλλον και τη σχέση μας με τη φύση.

Η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ενιαία διεθνή κριτήρια για τον ορισμό των αστικών περιοχών: πόλεις με τουλάχιστον 50.000 κατοίκους και πυκνότητα 1.500 ατόμων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ή κωμοπόλεις με τουλάχιστον 5.000 κατοίκους και πυκνότητα 300 ατόμων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Τα υπόλοιπα κατατάσσονται σε αγροτικές περιοχές.

Η διαδικασία αυτή αποκάλυψε ότι περίπου 45% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πόλεις, κυρίως μικρές έως μεσαίου μεγέθους, ενώ 36% ζει σε κωμοπόλεις, αφήνοντας μόνο το 19% σε αγροτικές περιοχές. Το 1950, μόλις το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε πόλεις. Οι προβλέψεις για το 2050 δείχνουν ότι το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε αστικά κέντρα θα φτάσει το 83%.

Η αύξηση της αστικοποίησης έχει διαφορετικά αίτια ανά περιοχή: στην Ανατολική και Νότια Ασία κυριαρχεί η εσωτερική μετανάστευση προς πόλεις, στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική σημαντικό ρόλο παίζει η διεθνής μετανάστευση, ενώ στη υποσαχάρια Αφρική η πληθυσμιακή αύξηση υπερβαίνει τις θνησιμότητες.

Η αστικοποίηση δεν είναι απλώς κοινωνικό φαινόμενο, έχει άμεσες επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία. Η αλόγιστη επέκταση των πόλεων μπορεί να προκαλέσει διασπορά των κατοικιών, με αυξημένη χρήση αυτοκινήτων και υψηλότερες εκπομπές άνθρακα.

Αντίθετα, η σωστά προγραμματισμένη αστική ανάπτυξη μπορεί να προσφέρει πιο ενεργειακά αποδοτικές μεταφορές και καλύτερη διαχείριση πόρων. Στην υγεία, οι πόλεις ενέχουν τόσο κινδύνους όσο και πλεονεκτήματα: η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση και την υπερθέρμανση αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών και νευροεκφυλιστικών νόσων, ενώ η έλλειψη πράσινων χώρων συνδέεται με άγχος και κατάθλιψη.

Από την άλλη πλευρά, η πρόσβαση σε πιο ολοκληρωμένη και άμεση υγειονομική περίθαλψη, καθώς και οι ευκαιρίες κοινωνικής συνδεσιμότητας, αποτελούν σημαντικά οφέλη της ζωής στην πόλη.

Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από προβλήματα υγείας και αναπαραγωγικής ικανότητας, όπως η πτώση της γονιμότητας, η αύξηση των αυτοάνοσων και φλεγμονωδών παθήσεων και η μείωση της ποιότητας σπέρματος. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια παράδοξη κατάσταση: παρά την τεχνολογική πρόοδο και την άνεση που προσφέρει η βιομηχανοποιημένη ζωή, η φυσιολογία μας υποφέρει.

Οι ερευνητές προτείνουν δύο βασικούς τρόπους για να κάνουμε τις πόλεις πιο ανθρώπινες και φιλικές στην υγεία μας. Πρώτον, να επανασυνδεθούμε με τη φύση, δημιουργώντας και προστατεύοντας χώρους που θυμίζουν φυσικά περιβάλλοντα, και δεύτερον, τον σχεδιασμό πόλεων που σέβονται τη βιολογία και την ψυχολογία του ανθρώπου, μειώνοντας το στρες και βελτιώνοντας την υγεία.

Στην πράξη αυτό σημαίνει πράσινες ζώνες, καθαρό αέρα, ασφαλή και προσβάσιμα δίκτυα μεταφορών, περιορισμό της ηχορύπανσης και υιοθέτηση πιο ανθρώπινων αστικών δομών.

Η έκθεση του ΟΗΕ και η μελέτη των εξελικτικών ανθρωπολόγων συγκλίνουν σε ένα κοινό συμπέρασμα: η αστικοποίηση δεν είναι αναστρέψιμη ούτε επιβλαβής από μόνη της, αλλά απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό.

Οι πόλεις πρέπει να γίνουν βιώσιμες, πράσινες και φιλικές προς τον άνθρωπο, προκειμένου η κοινωνική, περιβαλλοντική και βιολογική ευημερία να συνυπάρχουν. Η πρόκληση του 21ου αιώνα δεν είναι απλώς η διαχείριση πληθυσμών, αλλά η επανασύνδεση του ανθρώπου με τη φύση μέσα στο αστικό τοπίο.